Ασυδοσία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
имунитет, имунитета, освобождаване, на имунитета
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυδοσία
ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ασυδοσία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αστυφύλακας στα βουλγαρικά - полицай, Констабъл, Constable, полицая
- αστός στα βουλγαρικά - съгражданин, гражданин
- ασυλία στα βουλγαρικά - убежище, имунитет, имунитета, освобождаване, на имунитета
- ασυμβίβαστος στα βουλγαρικά - несъвместима, несъвместимо, несъвместими, несъвместим, за несъвместима
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: имунитет, имунитета, освобождаване, на имунитета
Μεταφράσεις: имунитет, имунитета, освобождаване, на имунитета