Корсаж στα ελληνικά

Μετάφραση: корсаж, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορσάζ, καρφίτσα, corsage, κορσάζ καρφίτσα
Корсаж στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • корпорация στα ελληνικά - συντεχνία, εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρία, των εταιριών
  • корпус στα ελληνικά - σεντούκι, μπαούλο, προβοσκίδα, σώμα, στέγαση, περίβλημα, στέγασης, ...
  • корсет στα ελληνικά - κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
  • кос στα ελληνικά - κότσυφας, λοξός, λοξότητα, λοξή, παραποιήσει, skew
Τυχαίες λέξεις
Корсаж στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορσάζ, καρφίτσα, corsage, κορσάζ καρφίτσα