Линия στα ελληνικά
Μετάφραση: линия, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лингвистика στα ελληνικά - γλωσσολογία, Γλωσσολογίας, τη γλωσσολογία, η γλωσσολογία, της γλωσσολογίας
- линейка στα ελληνικά - χάρακας, ρίγα, ασθενοφόρο, ασθενοφόρων, ασθενοφόρου, το ασθενοφόρο, ασθενοφόρα
- линолеум στα ελληνικά - μουσαμάς, λινέλαιο, λινοτάπητες, το λινέλαιο, λινοτάπητα
- линотип στα ελληνικά - στοιχειοθετική μηχανή, Linotype, λινοτυπική, της Linotype, λινοτυπία
Τυχαίες λέξεις
Линия στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά
Μεταφράσεις: επενδύω, παρατάσσω, γραμμή, ρυτίδα, γραμμής, σύμφωνα, line, σειρά