Новобранец στα ελληνικά
Μετάφραση: новобранец, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, πρωτάρης, rookie, πρωτάρη, πρωταρών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- но στα ελληνικά - όμως, αλλά, αλλά η, αλλά και
- новичък στα ελληνικά - νεόκοπων, κόπηκαν πρόσφατα, έκοψε πρόσφατα, πρόσφατα ο
- новости στα ελληνικά - ειδήσεις, νέα, νεωτερισμοί, καινοτομίες, καινοτομιών, νεωτερισμούς, καινοτομίες που
- нога στα ελληνικά - στάδιο, πόδι, βάση, όροις, μοίρα, βάσεις, μεταχείριση
Τυχαίες λέξεις
Новобранец στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, πρωτάρης, rookie, πρωτάρη, πρωταρών
Μεταφράσεις: στρατολογώ, νεοσύλλεκτος, πρωτάρης, rookie, πρωτάρη, πρωταρών