Στρατολογώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: στρατολογώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
новобранец, завеждам, индуцирам, приемам, настанявам, зачислявам на военна служба
Στρατολογώ στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρατολογώ

στρατολογώ συνώνυμα, στρατολογώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στρατολογώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • στρατιώτης στα βουλγαρικά - войник, воин, войници, войника
  • στρατολογία στα βουλγαρικά - военна повинност, задължителната военна служба, задължителна военна служба, наборната служба, военната повинност
  • στρατολόγηση στα βουλγαρικά - набиране, вербуване, набирането, набиране на персонал, наемане на работа
  • στρατός στα βουλγαρικά - армия, войска, армията, войската
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: новобранец, завеждам, индуцирам, приемам, настанявам, зачислявам на военна служба