Обучение στα ελληνικά
Μετάφραση: обучение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προπόνηση, άσκηση, τροχός, τριβελίζω, προπονούμενος, διδασκαλία, εκπαίδευση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- обсерватория στα ελληνικά - παρατηρητήριο, αστεροσκοπείο, Παρατηρητήριο, Παρατηρητηρίου, Παρατηρητήριο του, Παρατηρητήριο για
- обучавам στα ελληνικά - σχολείο, τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, σταθμό, αμαξοστοιχίας
- обшивка στα ελληνικά - κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
- обший στα ελληνικά - χαρακτηριστικός, υστερούν, που υστερούν, υστέρηση, καθυστερημένες, υστερούσες
Τυχαίες λέξεις
Обучение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προπόνηση, άσκηση, τροχός, τριβελίζω, προπονούμενος, διδασκαλία, εκπαίδευση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
Μεταφράσεις: προπόνηση, άσκηση, τροχός, τριβελίζω, προπονούμενος, διδασκαλία, εκπαίδευση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση