Προπονούμενος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: προπονούμενος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обучение, тренировка, proponoumenos
Προπονούμενος στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προπονούμενος

προπονούμενος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προπονούμενος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • προπηλακίζω στα βουλγαρικά - propilakizo
  • προπονητής στα βουλγαρικά - репетитор, автобус, треньор, треньорът, треньора, треньорът на
  • προπονώ στα βουλγαρικά - автобус, репетитор, треньор, треньорът, треньора, треньорът на
  • προπορεύομαι στα βουλγαρικά - предхожда, предшестват, предшества, предхождат, да предхожда
Τυχαίες λέξεις
Προπονούμενος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обучение, тренировка, proponoumenos