Огън στα ελληνικά

Μετάφραση: огън, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτιά, πυροβολώ, πυρκαγιά, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Огън στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ограничаване στα ελληνικά - περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, παραγραφής, περιορισμού της
  • ограничение στα ελληνικά - τσιγκουνεύομαι, περιορισμός, σύντμηση, σύνοψη, περιστολή, περιορισμό, περιορισμού, ...
  • ода στα ελληνικά - ωδή, ode, ωδής, ύμνος, την Ωδή
  • одата στα ελληνικά - περίμενε, περιμένω, ωδή, ode, ωδής, ύμνος, την Ωδή
Τυχαίες λέξεις
Огън στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτιά, πυροβολώ, πυρκαγιά, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός