Палец στα ελληνικά
Μετάφραση: палец, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψηφίο, δάκτυλο, αντίχειρας, αντίχειρα, τον αντίχειρα, αντίχειρά, τον αντίχειρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- палатка στα ελληνικά - σκηνή, τέντα, σκηνής, τέντας, τη σκηνή
- палач στα ελληνικά - χασάπης, σφάζω, δήμιος, κρεοπώλης, εκτελεστή, εκτελεστής, δήμιο, ...
- палитра στα ελληνικά - παλέτα, παλέτας, της παλέτας, την παλέτα, palette
- палка στα ελληνικά - χώνω, γκλομπ, ρόπαλο, κλομπ, ροπάλου, από γκλομπ αστυνομικού
Τυχαίες λέξεις
Палец στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψηφίο, δάκτυλο, αντίχειρας, αντίχειρα, τον αντίχειρα, αντίχειρά, τον αντίχειρά
Μεταφράσεις: ψηφίο, δάκτυλο, αντίχειρας, αντίχειρα, τον αντίχειρα, αντίχειρά, τον αντίχειρά