Δάκτυλο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δάκτυλο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пръст, палец, пръста, пръстите, пръсти, с пръст
Δάκτυλο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δάκτυλο

ελληνικό δάχτυλο, δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, φουσκωμένο δάχτυλο, δάκτυλο σκανδάλη, εκτινασσόμενο δάχτυλο, δάκτυλο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δάκτυλο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δάγκωμα στα βουλγαρικά - хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване
  • δάκρυ στα βουλγαρικά - сълза, късам, разкъсвам, откъсне, скъса
  • δάνειο στα βουλγαρικά - заем, чуждици, кредит, кредита, заеми, заема
  • δάρτης στα βουλγαρικά - Буталата, бутала
Τυχαίες λέξεις
Δάκτυλο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: пръст, палец, пръста, пръстите, пръсти, с пръст