Паря στα ελληνικά
Μετάφραση: паря, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, καυσαέριο, τσίμπημα, κεντρί, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- парфюмирам στα ελληνικά - άρωμα, μυρωδιά, ευωδιά, οσμή, ευωδία, το άρωμα, μυρωδιάς
- парцал στα ελληνικά - κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
- пасбище στα ελληνικά - βοσκότοπος, βοσκή, βοσκοτόπι, βοσκοτόπων, βοσκότοπους, βοσκότοπο
- пасивност στα ελληνικά - παθητικότητα, παθητικότητας, την παθητικότητα, αδράνεια, παθητική στάση
Τυχαίες λέξεις
Паря στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, καυσαέριο, τσίμπημα, κεντρί, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
Μεταφράσεις: καπνός, καυσαέριο, τσίμπημα, κεντρί, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα