Плод στα ελληνικά
Μετάφραση: плод, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- плесен στα ελληνικά - μούχλα, περονόσπορος, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα
- плетушка στα ελληνικά - θεία, pletushka
- плодородие στα ελληνικά - ευφορία, γονιμότητα, ευγονία, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
- пломбиране στα ελληνικά - σφράγιση, σφράγισης, στεγανοποίησης, στεγανοποίηση, σφραγίσεως
Τυχαίες λέξεις
Плод στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς
Μεταφράσεις: καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς