Примамка στα ελληνικά
Μετάφραση: примамка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεάζω, δόλωμα, δολωμάτων, δολώματα, δολώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- приличие στα ελληνικά - φρονιμάδα, εμφάνιση, εμφάνισης, εμφάνισή, όψη, την εμφάνιση
- приложение στα ελληνικά - προσάρτημα, αναπληρωτής, συμπληρώνω, παράρτημα, συμπλήρωμα, εφαρμογή, αίτηση, ...
- пример στα ελληνικά - παράδειγμα, υπόδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος χάριν
- примирение στα ελληνικά - συμφιλίωση, συναίνεση, συγκατάθεση, συναινέσεως, τη συναίνεση, η συναίνεση
Τυχαίες λέξεις
Примамка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεάζω, δόλωμα, δολωμάτων, δολώματα, δολώματος
Μεταφράσεις: δελεάζω, δόλωμα, δολωμάτων, δολώματα, δολώματος