Сексуалност στα ελληνικά
Μετάφραση: сексуалност, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρωτας, γένος, σεξουαλικότητα, φύλο, σεξ, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- сексология στα ελληνικά - σεξολογία, σεξολογίας, της σεξολογίας, sexology, σεξολόγους
- секстет στα ελληνικά - σεξτέτο, εξαπλή, εξάδα, εξάς, εξάπολο
- секта στα ελληνικά - αίρεση, Sect, αίρεσης, σέκτα, Αντιαιρετικές
- сектант στα ελληνικά - αιρετικός, θρησκευτική, σεκταριστική, θρησκευτικής, σεχταριστικές
Τυχαίες λέξεις
Сексуалност στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρωτας, γένος, σεξουαλικότητα, φύλο, σεξ, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα
Μεταφράσεις: έρωτας, γένος, σεξουαλικότητα, φύλο, σεξ, σεξουαλικότητας, τη σεξουαλικότητα, σεξουαλικότητά, η σεξουαλικότητα