Слънце στα ελληνικά

Μετάφραση: слънце, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο
Слънце στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • случка στα ελληνικά - επεισόδιο, συμβάν, περίπτωση, εκδήλωση, γεγονός, περιπτώσει
  • слушате στα ελληνικά - αφουγκράζομαι, ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούν, ακούτε
  • слънчоглед στα ελληνικά - ήλιος, ηλιοτρόπιο, ηλιέλαιο, ηλίανθου, ηλίανθο, ηλίανθος
  • слюда στα ελληνικά - μαρμαρυγίας, μαρμαρυγία, μίκα, μίκας, mica
Τυχαίες λέξεις
Слънце στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο