Течение στα ελληνικά

Μετάφραση: течение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ροή, ρέω, κυλώ, ρυάκι, πορεία, φυσικά, βέβαια, βεβαίως, μάθημα
Течение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • технология στα ελληνικά - τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, η τεχνολογία
  • теч στα ελληνικά - ξεφεύγω, διαρρέω, διαρροή, δραπετεύω, διαφυγή, διαρροής, διαρροών, ...
  • течност στα ελληνικά - υγρό, ρευστό, υγρού, ρευστού, υγρών
  • тигър στα ελληνικά - τίγρης, τίγρη, Tiger, της τίγρης, τιγρών
Τυχαίες λέξεις
Течение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ροή, ρέω, κυλώ, ρυάκι, πορεία, φυσικά, βέβαια, βεβαίως, μάθημα