Тренировка στα ελληνικά
Μετάφραση: тренировка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
Μεταφράσεις
- тревога στα ελληνικά - συναγερμός, τρομάζω, συναγερμού, συναγερμό, συναγερμών, ειδοποίηση
- тревопасно στα ελληνικά - φυτοφάγο, χορτοφάγο, φυτοφάγα, φυτοφάγων, των φυτοφάγων, φυτοφάγο ζώο
- трепет στα ελληνικά - ταραχή, τρεμούλιασμα, τρεμούλα, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, ...
- трепета στα ελληνικά - εμμένω, ανέχομαι, συγκίνηση, ενθουσιασμό, συγκίνησης, συγκινήσεις, τη συγκίνηση
Τυχαίες λέξεις
Тренировка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
Μεταφράσεις: προπόνηση, εκπαίδευση, προπονούμενος, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση