Труп στα ελληνικά
Μετάφραση: труп, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτώμα, το πτώμα, πτώματος, πτώμα του, νεκρού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- трудности στα ελληνικά - δυσκολία, δυσχέρεια, δυσκολίες, δυσχέρειες, δυσκολιών, τις δυσκολίες, δυσκολίες που
- трудолюбие στα ελληνικά - βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
- трус στα ελληνικά - σώβρακο, σεισμός, σεισμό, σεισμού, quake, του σεισμού
- тръба στα ελληνικά - αυλός, σωλήνας, πίπα, σωλήνωση, σωληνάριο, σωλήνα, σωλήνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Труп στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτώμα, το πτώμα, πτώματος, πτώμα του, νεκρού
Μεταφράσεις: πτώμα, το πτώμα, πτώματος, πτώμα του, νεκρού