Accoutrer στα ελληνικά
Μετάφραση: accoutrer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accoutrement στα ελληνικά - ενδυμασία, εξοπλισμό του, εξοπλισμένη από
- accoutumance στα ελληνικά - έξη, συνήθεια, εξάρτηση, εθισμός, συνήθειας, συνήθεια να, τη συνήθεια, ...
- accoutumer στα ελληνικά - εξοικειώνω, συνηθίζω, εγκλιματίζομαι, εξοικειώνομαι, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Accoutrer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω
Μεταφράσεις: φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω