Avoué στα ελληνικά
Μετάφραση: avoué, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικηγόρος, συνήγορος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, δικηγόρο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avorté στα ελληνικά - ματαιώθηκε, ματαιωθεί, διακόπτεται, ματαιώνεται, ακυρωθεί
- avouer στα ελληνικά - εγκρίνω, αναγνωρίζω, αγορεύω, διαβεβαιώνω, επιτρέπω, συγκατάθεση, παραχωρώ, ...
- avril στα ελληνικά - Απρίλιος, Απρ., Απρίλης, Απρίλιο, Απρ
- avènement στα ελληνικά - άνοδος, προσχώρηση, είσοδος, ένταξη, απόκτημα, έλευση, εμφάνιση, ...
Τυχαίες λέξεις
Avoué στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικηγόρος, συνήγορος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, δικηγόρο
Μεταφράσεις: δικηγόρος, συνήγορος, πληρεξούσιος, Εισαγγελέα, Εισαγγελέας, δικηγόρο