Bénéfice στα ελληνικά

Μετάφραση: bénéfice, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαβή, αποδοχές, σέρβις, ενδιαφέρον, εισόδημα, ενεργητικό, κέρδος, κεφάλαιο, αγαθός, επωφελούμαι, ωφέλεια, λάφυρα, επίδομα, όφελος, υπηρεσία, χρησιμεύω, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος
Bénéfice στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bénédicité στα ελληνικά - ευλογία, αγιασμός, ευλογίας, αγιασμού, αγιασμό
  • bénédiction στα ελληνικά - ευλογία, την ευλογία, ευλογίες, ευλογίας, ευχή
  • bénéficia στα ελληνικά - επωφελήθηκαν, ωφελήθηκαν, επωφελήθηκε, επωφεληθεί, ωφελήθηκε
  • bénéficiaire στα ελληνικά - παραλήπτης, δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου, δικαιούχων, δικαιούχους
Τυχαίες λέξεις
Bénéfice στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαβή, αποδοχές, σέρβις, ενδιαφέρον, εισόδημα, ενεργητικό, κέρδος, κεφάλαιο, αγαθός, επωφελούμαι, ωφέλεια, λάφυρα, επίδομα, όφελος, υπηρεσία, χρησιμεύω, κέρδους, κέρδη, κερδών, το κέρδος