Ενεργητικό στα γαλλικά

Μετάφραση: ενεργητικό, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
domaine, propriété, apport, avantage, profit, contribution, atout, bénéfice, possession, actif, actifs, biens, avoirs, des actifs
Ενεργητικό στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενεργητικό

ενεργητικό τραπεζών, ενεργητικό και παθητικό, ενεργητικό ηλιακό σύστημα, ενεργητικό και παθητικό λεξιλόγιο, ενεργητικό παθητικό, ενεργητικό λεξικό γλώσσας γαλλικά, ενεργητικό στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ενδόμυχος στα γαλλικά - informer, indiquer, intime, familier, annoncer, le plus profond, plus intime, ...
  • ενεργά στα γαλλικά - activement, active, actif, actifs, actives, activité
  • ενεργητικός στα γαλλικά - énergique, énergétique, énergie, énergiques, dynamique
  • ενεργοποίηση στα γαλλικά - décollage, activation, stimulation, l'activation, activation de, d'activation
Τυχαίες λέξεις
Ενεργητικό στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: domaine, propriété, apport, avantage, profit, contribution, atout, bénéfice, possession, actif, actifs, biens, avoirs, des actifs