Empêchement στα ελληνικά
Μετάφραση: empêchement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσχέρεια, πρόληψη, εμπόδιο, φραγμός, στένωση, δυσκολία, στηρίγματα, παρεμβολή, παρακώλυση, μπάρα, φράγμα, εμποδισμός, αποφυγή, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bienfait στα ελληνικά - επωφελούμαι, όφελος, επίδομα, ευλογία, ωφέλεια, χορηγία, ευεργεσία, ...
- blanc στα ελληνικά - λευκό, άγραφος, ατόφιος, άσπρος, λευκός, άγραφτος, κενό, ...
- chromosome στα ελληνικά - χρωμόσωμα, χρωμοσώματος, χρωμοσωμάτων, χρωμοσωμικές, του χρωμοσώματος
- citrique στα ελληνικά - κιτρικό, κιτρικού, το κιτρικό, του κιτρικού
Τυχαίες λέξεις
Empêchement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσχέρεια, πρόληψη, εμπόδιο, φραγμός, στένωση, δυσκολία, στηρίγματα, παρεμβολή, παρακώλυση, μπάρα, φράγμα, εμποδισμός, αποφυγή, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια
Μεταφράσεις: δυσχέρεια, πρόληψη, εμπόδιο, φραγμός, στένωση, δυσκολία, στηρίγματα, παρεμβολή, παρακώλυση, μπάρα, φράγμα, εμποδισμός, αποφυγή, κώλυμα, κωλύματος, εμπόδια