Emploi στα ελληνικά
Μετάφραση: emploi, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επάγγελμα, γραφείο, δοκάρι, άσκηση, εργασία, αίτηση, θέση, γραμμή, τοποθεσία, τοποθετώ, ορισμός, ρυτίδα, σπυρί, χρησιμοποιώ, πόστο, δεξίωση, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- appentis στα ελληνικά - μαρκίζα, παράγκα, αποβάλλω, καλύβα, υπόστεγο, ρίξει, να ρίξει, ...
- brillantine στα ελληνικά - μπριγιαντίνη
- colinéaire στα ελληνικά - συγγραμμικά, συνευθειακά, συγγραμμική, συγγραμμικό, συγγραμμικές
- concentre στα ελληνικά - εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
Τυχαίες λέξεις
Emploi στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επάγγελμα, γραφείο, δοκάρι, άσκηση, εργασία, αίτηση, θέση, γραμμή, τοποθεσία, τοποθετώ, ορισμός, ρυτίδα, σπυρί, χρησιμοποιώ, πόστο, δεξίωση, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Μεταφράσεις: επάγγελμα, γραφείο, δοκάρι, άσκηση, εργασία, αίτηση, θέση, γραμμή, τοποθεσία, τοποθετώ, ορισμός, ρυτίδα, σπυρί, χρησιμοποιώ, πόστο, δεξίωση, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας