Employé στα ελληνικά

Μετάφραση: employé, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάλληλος, ειρηνοδίκης, επίσημος, αξιωματικός, δικαστής, στέλεχος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Employé στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belle-fille στα ελληνικά - κόρη του νόμου, νύφη, την κόρη του νόμου
  • brigander στα ελληνικά - ληστεύω, λεηλατώ, ξεγυμνώνω
  • chagrinés στα ελληνικά - αδικημένοι, θιγόμενο, αδικηθεί, ζημιωθέντων, ζημιωθέντες
Τυχαίες λέξεις
Employé στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάλληλος, ειρηνοδίκης, επίσημος, αξιωματικός, δικαστής, στέλεχος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο