Immédiatement στα ελληνικά
Μετάφραση: immédiatement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφάπαξ, κάποτε, αμέσως, τώρα, άμεσα, άμεση, πάραυτα
Μεταφράσεις
- accosté στα ελληνικά - αγκυροβολημένο, ελλιμενίζεται, ελλιμενίστηκε, συνδεδεμένο, συνδεδεμένος
- allouée στα ελληνικά - κατανεμηθεί, διατεθεί, διατίθενται, κατανέμονται, κατανέμεται
- angoisser στα ελληνικά - ενοχλώ, αγωνία, συναγερμός, ανησυχώ, άγχος, τρομάζω, ταλαιπωρία, ...
- comprimer στα ελληνικά - περιορίζω, καταπνίγω, συμπαγής, συνοψίζω, συμπιέζω, αποκρύπτω, υγροποιώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Immédiatement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφάπαξ, κάποτε, αμέσως, τώρα, άμεσα, άμεση, πάραυτα
Μεταφράσεις: εφάπαξ, κάποτε, αμέσως, τώρα, άμεσα, άμεση, πάραυτα