Licite στα ελληνικά
Μετάφραση: licite, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόμιμος, θεμιτός, αποδεκτός, δεκτός, επιτρεπτός, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- appliqué στα ελληνικά - ενδελεχής, μελέτη, επιμελής, σπουδάζω, κοπιαστικός, εργατικός, σπουδές, ...
- casqué στα ελληνικά - κράνος, κρανοφόρος, κρανοφόρων, κρανοφόρα, κρανοφόρου
- chiffe στα ελληνικά - σφουγγαρίζω, σφουγγαρίστρα, κουρέλι, ασπόνδυλο, άβουλη, ασπόνδυλη, ασπόνδυλος, ...
- cinématographique στα ελληνικά - κινηματογραφικός, φιλμ, ταινία, έργο, κινηματογραφικά, κινηματογραφικών, κινηματογράφου, ...
Τυχαίες λέξεις
Licite στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόμιμος, θεμιτός, αποδεκτός, δεκτός, επιτρεπτός, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες
Μεταφράσεις: νόμιμος, θεμιτός, αποδεκτός, δεκτός, επιτρεπτός, νόμιμη, νόμιμο, νόμιμης, νόμιμες