Lot στα ελληνικά
Μετάφραση: lot, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομματάκι, πλοκή, πεπρωμένο, μοιράζομαι, τοποθετώ, δίνω, τομή, τμήμα, μερίδιο, φουρνιά, συστατικός, κλάσμα, συνωμοσία, παραδίνω, ενδιαφέρον, καθορισμένος, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- appropriant στα ελληνικά - ιδιοποιείται, ιδιοποίηση, ιδιοποιούνται, οικειοποιηθούν, οικειοποιηθεί
- approuvé στα ελληνικά - εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
- approuvée στα ελληνικά - εγκεκριμένα, εγκεκριμένο, εγκριθεί, που εγκρίθηκε, ενέκρινε
- concentrée στα ελληνικά - συμπυκνωμένος, συμπυκνώθηκε, συμπυκνώνεται, συμπυκνωμένο, συγκεντρώθηκε
Τυχαίες λέξεις
Lot στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομματάκι, πλοκή, πεπρωμένο, μοιράζομαι, τοποθετώ, δίνω, τομή, τμήμα, μερίδιο, φουρνιά, συστατικός, κλάσμα, συνωμοσία, παραδίνω, ενδιαφέρον, καθορισμένος, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή
Μεταφράσεις: κομματάκι, πλοκή, πεπρωμένο, μοιράζομαι, τοποθετώ, δίνω, τομή, τμήμα, μερίδιο, φουρνιά, συστατικός, κλάσμα, συνωμοσία, παραδίνω, ενδιαφέρον, καθορισμένος, παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή