Πεπρωμένο στα γαλλικά

Μετάφραση: πεπρωμένο, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lot, affectation, décès, fatalité, trépas, sort, destin, mort, abîme, perte, perdition, destination, apanage, destinée, le destin, la destinée
Πεπρωμένο στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεπρωμένο

πεπρωμένο ορισμος, πεπρωμένο σχέσης, πεπρωμένο μοίρα, πεπρωμένο συνώνυμο, πεπρωμένο wiki, πεπρωμένο λεξικό γλώσσας γαλλικά, πεπρωμένο στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • πεπερασμένος στα γαλλικά - fini, final, terminal, finie, finis, limitée, finies
  • πεποίθηση στα γαλλικά - idée, persuasion, condamnation, conviction, avis, impression, confiance, ...
  • πεπτικός στα γαλλικά - nutritif, substantiel, alimentaire, nourrissant, digestif, digestifs, digestives, ...
  • περήφανος στα γαλλικά - superbe, magnifique, orgueilleux, auguste, hautain, arrogant, rogue, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπρωμένο στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: lot, affectation, décès, fatalité, trépas, sort, destin, mort, abîme, perte, perdition, destination, apanage, destinée, le destin, la destinée