Mesurent στα ελληνικά
Μετάφραση: mesurent, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- captif στα ελληνικά - φυλακισμένος, αιχμάλωτος, δέσμιος, αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, δεσμευμένη, δέσμια
- compilant στα ελληνικά - κατάρτιση, σύνταξη, την κατάρτιση, τη σύνταξη, μεταγλώττιση
Τυχαίες λέξεις
Mesurent στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν