Payer στα ελληνικά
Μετάφραση: payer, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρευστοποιώ, διαυγής, εξαργυρώνω, πληρωμή, πληρώνω, μετρητά, ανταμείβω, εκκαθαρίζω, ξεπληρώνω, χρήματα, εναργής, έκδηλος, ελευθερώνω, εξοφλήσει, πληρώσει μακριά, την αποπληρωμή, να πληρώσει μακριά, πληρώσετε μακριά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aigus στα ελληνικά - τριπλασιάζω, τριπλός, τριπλούς, πρίμα, πρίμων, τα πρίμα, τριπλό
- anatomique στα ελληνικά - ανατομικός, ανατομική, ανατομικές, ανατομικά, ανατομικών
- anthologie στα ελληνικά - ανθολογία, ανθολογίας, Anthology, ανθολόγιο, την ανθολογία
- automatisant στα ελληνικά - αυτοματοποίηση, αυτοματοποίησης, αυτοματοποιημένες, αυτομα-
Τυχαίες λέξεις
Payer στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρευστοποιώ, διαυγής, εξαργυρώνω, πληρωμή, πληρώνω, μετρητά, ανταμείβω, εκκαθαρίζω, ξεπληρώνω, χρήματα, εναργής, έκδηλος, ελευθερώνω, εξοφλήσει, πληρώσει μακριά, την αποπληρωμή, να πληρώσει μακριά, πληρώσετε μακριά
Μεταφράσεις: ρευστοποιώ, διαυγής, εξαργυρώνω, πληρωμή, πληρώνω, μετρητά, ανταμείβω, εκκαθαρίζω, ξεπληρώνω, χρήματα, εναργής, έκδηλος, ελευθερώνω, εξοφλήσει, πληρώσει μακριά, την αποπληρωμή, να πληρώσει μακριά, πληρώσετε μακριά