Sûrement στα ελληνικά

Μετάφραση: sûrement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σίγουρα, σφικτά, ακράδαντα, σίγουρος, σταθερά, βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς, αναμφισβήτητα, οπωσδήποτε
Sûrement στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • approprions στα ελληνικά - σφετερίζομαι, κατάλληλος, οικειοποιούμαι, ιδιοποιείται, ιδιοποίηση, ιδιοποιούνται, οικειοποιηθούν, ...
  • associez στα ελληνικά - συσχετίζω, συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
  • blanc στα ελληνικά - λευκό, άγραφος, ατόφιος, άσπρος, λευκός, άγραφτος, κενό, ...
  • cintre στα ελληνικά - καμπυλώνω, κόμπος, κυρτώνω, αψίδα, κρεμάστρα, τόξο, καμπύλη, ...
Τυχαίες λέξεις
Sûrement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σίγουρα, σφικτά, ακράδαντα, σίγουρος, σταθερά, βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς, αναμφισβήτητα, οπωσδήποτε