Tangible στα ελληνικά
Μετάφραση: tangible, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απτός, απτά, απτή, ενσώματα, ενσώματων, απτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accréditée στα ελληνικά - διαπιστευμένος, διαπιστευμένο, διαπιστευμένων, διαπιστευμένους, διαπιστευμένοι
- accumulées στα ελληνικά - συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
- bagatelle στα ελληνικά - πραγματάκι, επιπολαιότητα, μηδαμινό τι, Bagatelle, μπαγκατέλα
- balustre στα ελληνικά - δοκάρι, ταχυδρομώ, πόστο, κολόνα, στήλη, κάγκελο, κάγγελο, ...
Τυχαίες λέξεις
Tangible στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απτός, απτά, απτή, ενσώματα, ενσώματων, απτό
Μεταφράσεις: απτός, απτά, απτή, ενσώματα, ενσώματων, απτό