Übung στα ελληνικά

Μετάφραση: übung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσκηση, ασκώ, πρακτική, εξασκώ, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
Übung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • altpapier στα ελληνικά - αποφάγια, παλιόχαρτα, αχρήστων, άχρηστο χαρτί, άχρηστου χαρτιού, χρησιμοποιημένου χαρτιού
  • auffällige στα ελληνικά - καταφανής, εμφανής, εμφανή, εμφανές, ευδιάκριτη
  • beschimpfen στα ελληνικά - λοιδορία, κατάχρηση, καταχρώμαι, βρίζω, κατάχρησης, κακοποίησης, κακοποίηση, ...
  • dichotomie στα ελληνικά - διχοτόμηση, διχοτομία, διχοτόμησης, διχοτομίας, η διχοτομία
Τυχαίες λέξεις
Übung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσκηση, ασκώ, πρακτική, εξασκώ, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία