Ασκώ στα γερμανικά

Μετάφραση: ασκώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewohnheit, nachstellen, gepflogenheit, jagen, praxis, übung, verfolgen, Übung, Bewegung, Ausübung, Training, Wahrnehmung
Ασκώ στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκώ

ασκώ επάγγελμα, ασκώ έφεση, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ βέτο, ασκώ το δίδειν, ασκώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, ασκώ στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ασκητικός στα γερμανικά - enthaltsam, asket, asketisch, Asket, asketischen, asketische, Asketen
  • ασκητισμός στα γερμανικά - askese, Askese, die Askese, der Askese, Asketismus
  • ασπίδα στα γερμανικά - prellbock, zwischenspeicher, schild, schutzschild, mildern, dämpfen, abgeschirmt, ...
  • ασπιρίνη στα γερμανικά - aspirin, Aspirin, Acetylsalicylsäure, ASS
Τυχαίες λέξεις
Ασκώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gewohnheit, nachstellen, gepflogenheit, jagen, praxis, übung, verfolgen, Übung, Bewegung, Ausübung, Training, Wahrnehmung