Εξασκώ στα γερμανικά
Μετάφραση: εξασκώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gepflogenheit, übung, gewohnheit, praxis, Praxis, der Praxis, die Praxis, Übung
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασκώ
εξασκώ conjugation, εξασκώ ή ασκώ, εξασκώ μετάφραση, ασκώ συνώνυμα, εξασκώ επάγγελμα, εξασκώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, εξασκώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εξαρτώμαι στα γερμανικά - abhängen, abhängig, hängen, ab, hängt
- εξασθένηση στα γερμανικά - beeinträchtigung, schaden, Rückgang, Niedergang, Verfall, Abnahme
- εξασφαλίζω στα γερμανικά - zusichern, garantieren, sichern, sicherstellen, ich stelle sicher,, ich sicherstellen, ich sicher
- εξατμίζομαι στα γερμανικά - Dampf, Dampfes, Gas
Τυχαίες λέξεις
Εξασκώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gepflogenheit, übung, gewohnheit, praxis, Praxis, der Praxis, die Praxis, Übung
Μεταφράσεις: gepflogenheit, übung, gewohnheit, praxis, Praxis, der Praxis, die Praxis, Übung