Anfangen στα ελληνικά
Μετάφραση: anfangen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεκίνημα, παίρνω, ξεκινώ, αρμόζω, αρχίζω, αποκτώ, γίνομαι, αρχή, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anfang στα ελληνικά - κορυφή, αρχίζω, ξεκινώ, αρχή, ξεκίνημα, προέλευση, πρώτος, ...
- anfange στα ελληνικά - ατζαμής, αρχάριος, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
- anfangend στα ελληνικά - αρχή, Ξεκινώντας, Αρχίζοντας, που ξεκινούν, που αρχίζει
- anfangsgründe στα ελληνικά - βασικά στοιχεία, υποτυπώδεις, υποτυπώδη, βασικές γνώσεις, υποτυπωδών
Τυχαίες λέξεις
Anfangen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, παίρνω, ξεκινώ, αρμόζω, αρχίζω, αποκτώ, γίνομαι, αρχή, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν
Μεταφράσεις: ξεκίνημα, παίρνω, ξεκινώ, αρμόζω, αρχίζω, αποκτώ, γίνομαι, αρχή, αρχίζουν, αρχίσει, να αρχίσει, ξεκινήσει, αρχίσουν