Αρχίζω στα γερμανικά
Μετάφραση: αρχίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beginn, start, auftakt, beginnen, starten, anfang, anfangen, Anfang, Start, Beginn
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχίζω
αρχίζω συνώνυμα, αρχίζω δραστηριότητες για παιδιά 3-4 ετών, αρχίζω και τρελαίνομαι, αρχίζω πόλεμο γαρμπή, αρχίζω και τρελαίνομαι στίχοι, αρχίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, αρχίζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αρχέγονος στα γερμανικά - primitiv, stammfunktion, primitive, primitiven, primitiver, ursprünglichen
- αρχή στα γερμανικά - grundsatz, anfangen, beginnen, starten, quelle, ursprung, angriff, ...
- αρχαίος στα γερμανικά - archaisch, veraltet, altertümlich, alt, uralt, alten, alte, ...
- αρχαιολογία στα γερμανικά - archäologie, Archäologie, der Archäologie, die Archäologie
Τυχαίες λέξεις
Αρχίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: beginn, start, auftakt, beginnen, starten, anfang, anfangen, Anfang, Start, Beginn
Μεταφράσεις: beginn, start, auftakt, beginnen, starten, anfang, anfangen, Anfang, Start, Beginn