Ansteuerung στα ελληνικά
Μετάφραση: ansteuerung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργοποίηση, διέγερση, εξουσιάζω, έλεγχος, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anstellung στα ελληνικά - διορισμός, ραντεβού, ορισμός, συνάντηση, εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, ...
- ansteuerbar στα ελληνικά - ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχόμενης, ελεγχόμενο, την ελεγχόμενη
- anstieg στα ελληνικά - μεγέθυνση, ράμπα, ανάβαση, διογκώνω, πεζοπορία, αύξηση, αυξάνω, ...
- anstiege στα ελληνικά - αυξήσεις, οι αυξήσεις, αυξάνει, αυξήσεων, αυξάνεται
Τυχαίες λέξεις
Ansteuerung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργοποίηση, διέγερση, εξουσιάζω, έλεγχος, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική
Μεταφράσεις: ενεργοποίηση, διέγερση, εξουσιάζω, έλεγχος, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, οδηγική