Arretierung στα ελληνικά

Μετάφραση: arretierung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, αρπάζω, interlocksystem
Arretierung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arretierend στα ελληνικά - σύλληψη, συλλαμβάνοντας, τη σύλληψη, ανασχέσεως, σταμάτημα
  • arretierte στα ελληνικά - κλειδωμένο, κλειδωμένη, κλειδωμένα, κλειδωμένες, κλειδωθεί
  • arrhythmie στα ελληνικά - αρρυθμία, αρρυθμίας, της αρρυθμίας, αρρυθμιών, την αρρυθμία
  • arrogant στα ελληνικά - αλαζονικός, υπερόπτης, αλαζόνας, υπεροπτικός, αλαζονική, αλαζονικό, αλαζόνες
Τυχαίες λέξεις
Arretierung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, αρπάζω, interlocksystem