Askese στα ελληνικά
Μετάφραση: askese, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aseptische στα ελληνικά - άσηπτη, ασηπτικές, ασηπτική, άσηπτης, άσηπτες
- asien στα ελληνικά - Ασία, Ασίας, την Ασία, asia, της Ασίας
- asket στα ελληνικά - ασκητικός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
- asketen στα ελληνικά - ασκητές, ασκητών, οι ασκητές, τους ασκητές, των ασκητών
Τυχαίες λέξεις
Askese στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
Μεταφράσεις: ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός