Ασκητισμός στα γερμανικά
Μετάφραση: ασκητισμός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
askese, Askese, die Askese, der Askese, Asketismus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητισμός
χριστιανικός ασκητισμός, ασκητισμός λεξικό γλώσσας γερμανικά, ασκητισμός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ασκητής στα γερμανικά - einsiedler, eremit, Asket, asketisch, asketischen, asketische, Asketen
- ασκητικός στα γερμανικά - enthaltsam, asket, asketisch, Asket, asketischen, asketische, Asketen
- ασκώ στα γερμανικά - gewohnheit, nachstellen, gepflogenheit, jagen, praxis, übung, verfolgen, ...
- ασπίδα στα γερμανικά - prellbock, zwischenspeicher, schild, schutzschild, mildern, dämpfen, abgeschirmt, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασκητισμός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: askese, Askese, die Askese, der Askese, Asketismus
Μεταφράσεις: askese, Askese, die Askese, der Askese, Asketismus