Aufgabe στα ελληνικά

Μετάφραση: aufgabe, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λειτουργώ, λειτουργία, ανάθεση, αποστολή, παραδίδω, δεξίωση, δουλειά, καθήκον, σχέδιο, πρόγραμμα, παραγγελία, τσιγκουνεύομαι, εξουσιοδότηση, προβάλλω, εγκατάλειψη, άσκηση, έργο, εργασία, αποστολής
Aufgabe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auffüllend στα ελληνικά - συμπλήρωση, συμπληρωματικής κάλυψης, τη συμπλήρωση, συμπληρωματική κάλυψη, συμπληρωματικής προσφυγής
  • auffüllung στα ελληνικά - αναπλήρωση, αναπλήρωσης, ανεφοδιασμό, την αναπλήρωση, αναγόμωση
  • aufgaben στα ελληνικά - εργασίες, καθήκοντα, καθηκόντων, τα καθήκοντα, καθήκοντά
  • aufgabenabhängig στα ελληνικά - ανάλογα με την εργασία, Στη βιβλιογραφία των, εξαρτάται από το καθήκον
Τυχαίες λέξεις
Aufgabe στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λειτουργώ, λειτουργία, ανάθεση, αποστολή, παραδίδω, δεξίωση, δουλειά, καθήκον, σχέδιο, πρόγραμμα, παραγγελία, τσιγκουνεύομαι, εξουσιοδότηση, προβάλλω, εγκατάλειψη, άσκηση, έργο, εργασία, αποστολής