Aufrütteln στα ελληνικά
Μετάφραση: aufrütteln, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεγείρω, ξεσηκώνω, ξετινάζω, ταρακουνήσει, ταρακουνήσει την, να ταρακουνήσει, ταρακουνήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufrüstung στα ελληνικά - εξοπλισμός, οπλισμού, οπλισμό, όπλιση, οπλισμός, όπλισης
- aufrüttelnd στα ελληνικά - ξύπνημα, καταπληκτικώς, εκπληκτικά, αναπάντεχα, δραματικές, την εκπληκτικά
- aufsagend στα ελληνικά - απαγγελία, απάγγειλε, απαγγέλλοντας, που απάγγειλε, απαγγελίες
Τυχαίες λέξεις
Aufrütteln στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεγείρω, ξεσηκώνω, ξετινάζω, ταρακουνήσει, ταρακουνήσει την, να ταρακουνήσει, ταρακουνήσουν
Μεταφράσεις: διεγείρω, ξεσηκώνω, ξετινάζω, ταρακουνήσει, ταρακουνήσει την, να ταρακουνήσει, ταρακουνήσουν