Ausbrechen στα ελληνικά

Μετάφραση: ausbrechen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λοξοδρομώ, φάλτσο, ξεσπάσει, ξεσπούν, ξεφύγει από, ξεσπάσουν, να ξεσπάσει
Ausbrechen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausblicke στα ελληνικά - επιφυλακές, lookouts, παρατηρητηρια, επιφυλακών, τις επιφυλακές
  • ausblühung στα ελληνικά - γλίτσα, άνθηση, εξάνθησης, Η εξάνθηση, εξάνθηση, Ανθοφορία
  • ausbrechend στα ελληνικά - Σπάζοντας, Σπάζοντας τα, ξεσπάσει, να ξεσπάσει, Breaking από την
  • ausbreiten στα ελληνικά - απλώνω, διεύρυνση, επέκταση, φουντώνω, διαδίδω, διάδοση, εξάπλωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Ausbrechen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λοξοδρομώ, φάλτσο, ξεσπάσει, ξεσπούν, ξεφύγει από, ξεσπάσουν, να ξεσπάσει