Ausdehnen στα ελληνικά
Μετάφραση: ausdehnen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνω, τεντώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausdauernd στα ελληνικά - εργατικός, επιμελής, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
- ausdehnbar στα ελληνικά - επεκτάσιμη, επέκτασης, επεκτάσιμο, διαστελλόμενο, δυνατότητα επέκτασης
- ausdehnend στα ελληνικά - τέντωμα, εκτείνεται, τεντώνοντας, stretching, που εκτείνεται
- ausdehnung στα ελληνικά - τεντώνω, έκταση, εκτόπισμα, διαστολή, τεζάρω, τεντώνομαι, προέκταση, ...
Τυχαίες λέξεις
Ausdehnen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνω, τεντώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, τεζάρω, τεντώνω, τεντώνομαι, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί