Ausnehmen στα ελληνικά
Μετάφραση: ausnehmen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλείπω, αποκλείω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausnahmslos στα ελληνικά - χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την
- ausnahmsweise στα ελληνικά - κατ 'εξαίρεση,, εξαιρετικά, εξαίρεση
- ausnutzen στα ελληνικά - έργο, παίζω, εργάζομαι, εργασία, παριστάνω, δουλειά, όφελος, ...
- ausnutzend στα ελληνικά - Εκμεταλλευόμενοι, Αξιοποιώντας, Εκμεταλλευόμενη, Εκμεταλλευόμενος, Εκμεταλλευόμενες
Τυχαίες λέξεις
Ausnehmen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλείπω, αποκλείω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
Μεταφράσεις: παραλείπω, αποκλείω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν