Ausstatten στα ελληνικά

Μετάφραση: ausstatten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προνοώ, παροχή, προμήθεια, προμηθεύω, επιπλώνω, χορήγηση, παρέχω, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Ausstatten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausstaffierung στα ελληνικά - εξοπλισμός, Ausstaffierung
  • ausstattend στα ελληνικά - έπιπλα, επίπλωση, επίπλωσης, εξοπλισμός της ιδιοκτησίας
  • ausstattung στα ελληνικά - διαρρύθμιση, περιβάλλον, επίπλωση, διάταξη, διευθέτηση, χάρισμα, εξοπλισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Ausstatten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προνοώ, παροχή, προμήθεια, προμηθεύω, επιπλώνω, χορήγηση, παρέχω, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν