Bewältigen στα ελληνικά
Μετάφραση: bewältigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δραστηριοποιούμαι, παλεύω, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, αρπάζομαι, αγορά, νικημένος, ξεπερνώ, μοιράζω, ασχολούνται με, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, ασχοληθεί με, αντιμετωπίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bewährt στα ελληνικά - αποδεδειγμένη, αποδειχθεί, αποδεδειγμένα, αποδεικνύεται, αποδείξει
- bewährung στα ελληνικά - δοκιμασία, δοκιμασίας, δοκιμαστικής, δικαστικής επιτήρησης, περιόδου δοκιμασίας
- bewältigt στα ελληνικά - ξεπεραστούν, ξεπεράσουν, ξεπεραστεί, υπερνικήσει, ξεπεράσει
Τυχαίες λέξεις
Bewältigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δραστηριοποιούμαι, παλεύω, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, αρπάζομαι, αγορά, νικημένος, ξεπερνώ, μοιράζω, ασχολούνται με, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, ασχοληθεί με, αντιμετωπίσει
Μεταφράσεις: δραστηριοποιούμαι, παλεύω, διευθύνω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, αρπάζομαι, αγορά, νικημένος, ξεπερνώ, μοιράζω, ασχολούνται με, αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση, ασχοληθεί με, αντιμετωπίσει