Bezugnahme στα ελληνικά

Μετάφραση: bezugnahme, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρίο, αναφορά, αναγωγή, παράθεση, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που
Bezugnahme στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezogen στα ελληνικά - με βάση, βάση, βασίζονται, βασίζεται, που βασίζονται
  • bezug στα ελληνικά - μισθός, αναφορά, αναγωγή, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που
  • bezugspunkt στα ελληνικά - σημείο αναφοράς, σημείου αναφοράς, σημείο αναφοράς του, σημείου αναφοράς του
  • bezwang στα ελληνικά - νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
Τυχαίες λέξεις
Bezugnahme στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρίο, αναφορά, αναγωγή, παράθεση, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που